Тупою грецькою
Переклад: тупою, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
λιμνούλα, βαρετός, κτηνώδης, δασύς, μουντός, λούτσα, πληκτικός, μουχρός, πυκνός, αμβλύς, αμβλύ, αμβλεία, αμβλείας, αμβλέα
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: тупою
тупою мовний словник грецька, тупою грецькою
Переклади
- тупотіння грецькою - σφράγιση, σφραγίζοντας, σφράγισης, σφραγίδα, αποτύπωσης
- тупотіти грецькою - stomp, ποδοπατήσουν, βαδίσει βαριά, να βαδίσει βαριά, βαδίσουν βαριά
- тупої грецькою - λιμνούλα, λούτσα, αμβλύς, αμβλύ, αμβλεία, αμβλείας, αμβλέα
- тупуватий грецькою - dumpish
Випадкові слова
Тупою грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: λιμνούλα, βαρετός, κτηνώδης, δασύς, μουντός, λούτσα, πληκτικός, μουχρός, πυκνός, αμβλύς, αμβλύ, αμβλεία, αμβλείας, αμβλέα
Переклади: λιμνούλα, βαρετός, κτηνώδης, δασύς, μουντός, λούτσα, πληκτικός, μουχρός, πυκνός, αμβλύς, αμβλύ, αμβλεία, αμβλείας, αμβλέα