Тупій грецькою
Переклад: тупій, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
βαρετός, λούτσα, πληκτικός, μουντός, στάσιμος, λιμνάζων, μουχρός, λιμνούλα, ηλίθιος, ηλίθιο, ηλίθια, ανόητο, ηλίθιοι
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: тупій
тупій мовний словник грецька, тупій грецькою
Переклади
- тупуватий грецькою - dumpish
- тупцювання грецькою - τσαλαπατώ, σήμανση χρόνου, σημειώσεως χρόνου, βαδίζουν σημειωτόν, βαδίζουν, σήμανση ώρα
- тупість грецькою - ανιαρότητα, νωθρότητα, τη νωθρότητα, θαμπάδα, τη θαμπάδα
- тур грецькою - ταξίδι, περιοδεύω, γύρος, γύρω, γύρο, γύρου, στρογγυλό
Випадкові слова
Тупій грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: βαρετός, λούτσα, πληκτικός, μουντός, στάσιμος, λιμνάζων, μουχρός, λιμνούλα, ηλίθιος, ηλίθιο, ηλίθια, ανόητο, ηλίθιοι
Переклади: βαρετός, λούτσα, πληκτικός, μουντός, στάσιμος, λιμνάζων, μουχρός, λιμνούλα, ηλίθιος, ηλίθιο, ηλίθια, ανόητο, ηλίθιοι