Турбувати грецькою
Переклад: турбувати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
χολή, ενοχλούμαι, ενοχλώ, ανησυχία, παρενοχλώ, κόπος, ενδιαφέρον, σκοτίζομαι, προβληματισμός, ενόχληση, ενοχλεί, κόπο, τον κόπο
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: турбувати
не турбувати, турбувати синоніми, слово турбувати, турбувати перевод, турбувати по русски, турбувати мовний словник грецька, турбувати грецькою
Переклади
- турботний грецькою - ανήσυχος, ανησυχητική, ανησυχητικό, ανησυχητικά, ανησυχητικές
- турбування грецькою - προσοχή, φροντίδα, διατάραξη, διαταραχή, διαταραχής, διαταραχές, διατάραξης
- турбуватися грецькою - ενοχλούμαι, σκοτίζομαι, ενοχλώ, κόπος, ενόχληση, ενοχλεί, κόπο, ...
- турбуйте грецькою - διαταράσσουν, διαταράξει, ενοχλούν, διαταράξουν, ενοχλεί
Випадкові слова
Турбувати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: χολή, ενοχλούμαι, ενοχλώ, ανησυχία, παρενοχλώ, κόπος, ενδιαφέρον, σκοτίζομαι, προβληματισμός, ενόχληση, ενοχλεί, κόπο, τον κόπο
Переклади: χολή, ενοχλούμαι, ενοχλώ, ανησυχία, παρενοχλώ, κόπος, ενδιαφέρον, σκοτίζομαι, προβληματισμός, ενόχληση, ενοχλεί, κόπο, τον κόπο