Убирати грецькою
Переклад: убирати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
τυλίγω, μαζεύω, τύλιγμα, μάζεμα, φόρεμα, το φόρεμα, φορεμάτων, φόρεμά, dress
Інші мови
Споріднені слова: убирати
игри убирати, игра убирати, игры убирати, убирати очі, убирати мовний словник грецька, убирати грецькою
Переклади
- убиральня грецькою - έπαθλο, βραβείο, τουαλέτα, τουαλέτας, υγείας, καλλωπισμού, της τουαλέτας
- убиральні грецькою - αποχωρητήριο, τουαλέτα, τουαλέτας, τουαλέτα Επιχειρήσεις, της τουαλέτας, αποχωρητηρίων
- убити грецькою - πελεκώ, δολοφονώ, σφαγή, σκοτώσει, σκοτώνουν, σκοτώσουν, να σκοτώσει, ...
- убитий грецькою - θύμα, δολοφόνος, σκότωσε, σκοτώθηκε, σκοτώθηκαν, σκοτωθεί, σκότωσαν
Випадкові слова
Убирати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: τυλίγω, μαζεύω, τύλιγμα, μάζεμα, φόρεμα, το φόρεμα, φορεμάτων, φόρεμά, dress
Переклади: τυλίγω, μαζεύω, τύλιγμα, μάζεμα, φόρεμα, το φόρεμα, φορεμάτων, φόρεμά, dress