Ув'язнення грецькою
Переклад: ув'язнення, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
σημασία, συνέπεια, διαπραγμάτευση, επίπτωση, περιορίζω, έκπτωση, αμετάβλητος, συστολή, φυλάκιση, φυλάκισης, ποινή φυλάκισης, φυλακίσεως, φυλακίσεις
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: ув'язнення
ув'язнення на соловках, ув'язнення тимошенко, ув'язнення шевченка, ув'язнення стуса, ув'язнення тараса шевченка, ув'язнення мовний словник грецька, ув'язнення грецькою
Переклади
- убувати грецькою - μείωση, μειωθεί, μειώσει, μειώσετε, μειώνουν
- убік грецькою - πλάι, κατά μέρος, καλλιέργειας, μέρος, άκρη, αναιρέσει
- ув'язнити грецькою - περιορίζω, περιστέλλω, όριο, δεσμευμένο, δεσμευμένου, δεσμευμένη, συνδεδεμένου
- ув'язнювати грецькою - περιστέλλω, περιορίζω, φυλακίζουν, φυλακίσουν, φυλακίσει, φυλακίζει, να φυλακίζουν
Випадкові слова
Ув'язнення грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: σημασία, συνέπεια, διαπραγμάτευση, επίπτωση, περιορίζω, έκπτωση, αμετάβλητος, συστολή, φυλάκιση, φυλάκισης, ποινή φυλάκισης, φυλακίσεως, φυλακίσεις
Переклади: σημασία, συνέπεια, διαπραγμάτευση, επίπτωση, περιορίζω, έκπτωση, αμετάβλητος, συστολή, φυλάκιση, φυλάκισης, ποινή φυλάκισης, φυλακίσεως, φυλακίσεις