Увімкнути грецькою
Переклад: увімкнути, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
σε, αλλάζω, αλλαγή, διακόπτης, ενεργοποιήσετε, ανάψετε, ενεργοποιείτε, ενεργοποιήστε, ενεργοποιήσετε την
Інші мови
Споріднені слова: увімкнути
увімкнути ручне керування трафіком, увімкнути rip, увімкнути панель інструментів, увімкнути янукович, увімкнути igmp, увімкнути мовний словник грецька, увімкнути грецькою
Переклади
- увільнити грецькою - για να, να, σε, για, με
- увімкнення грецькою - λάθος, ασυνάρτητος, ενεργοποιήσετε, ανάψετε, ενεργοποιείτε, ενεργοποιήστε, ενεργοποιήσετε την
- увінчувати грецькою - υπερβαίνω, ξεπερνώ, στέμμα, κορώνα, στεφάνι, κόμης, κορώνας
- увічливий грецькою - φίνος, άνοστος, γνωστικός, λεπτός, μαλθακός, προσεκτικός, ευγενικός, ...
Випадкові слова
Увімкнути грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: σε, αλλάζω, αλλαγή, διακόπτης, ενεργοποιήσετε, ανάψετε, ενεργοποιείτε, ενεργοποιήστε, ενεργοποιήσετε την
Переклади: σε, αλλάζω, αλλαγή, διακόπτης, ενεργοποιήσετε, ανάψετε, ενεργοποιείτε, ενεργοποιήστε, ενεργοποιήσετε την