Увічливий грецькою
Переклад: увічливий, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
φίνος, άνοστος, γνωστικός, λεπτός, μαλθακός, προσεκτικός, ευγενικός, ευγενικό, εξυπηρετικό, ευγενικοί, ευγενική
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: увічливий
увічливий це, ввічливий синоніми, ввічливий речення, увічливий синонім, увічливий мовний словник грецька, увічливий грецькою
Переклади
- увімкнути грецькою - σε, αλλάζω, αλλαγή, διακόπτης, ενεργοποιήσετε, ανάψετε, ενεργοποιείτε, ...
- увінчувати грецькою - υπερβαίνω, ξεπερνώ, στέμμα, κορώνα, στεφάνι, κόμης, κορώνας
- увічливість грецькою - αβρότητα, ευγένεια, ευγένειας, την ευγένεια, η ευγένεια
- увічнення грецькою - απαθανότιση, αποθανάτιση, απαθανατίσεως, αποθανατίσεως, αθανατοποιήσεως
Випадкові слова
Увічливий грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: φίνος, άνοστος, γνωστικός, λεπτός, μαλθακός, προσεκτικός, ευγενικός, ευγενικό, εξυπηρετικό, ευγενικοί, ευγενική
Переклади: φίνος, άνοστος, γνωστικός, λεπτός, μαλθακός, προσεκτικός, ευγενικός, ευγενικό, εξυπηρετικό, ευγενικοί, ευγενική