Удатний грецькою
Переклад: удатний, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ικανός, επιτήδειος, ευημερούσα, ευημερούσες, ευημερούσας, ευημερούντα, εύπορες
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: удатний
мстислав удатний, удатний мовний словник грецька, удатний грецькою
Переклади
- ударник грецькою - τυμπανιστής, κρουστός, κρουστό, percussionist, περκασιονίστας, περκασιονίστα
- ударяти грецькою - χτυπώ, καλκάνι, βαρώ, σουξέ, απεργία, απεργίας, άσκησης, ...
- удача грецькою - ευτυχία, αθωότητα, απλός, τύχη, την τύχη, τύχης, επιτυχία, ...
- удачливий грецькою - πετυχημένος, επιτυχής, επιτυχή, επιτυχημένη, επιτυχείς, επιτυχούς
Випадкові слова
Удатний грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ικανός, επιτήδειος, ευημερούσα, ευημερούσες, ευημερούσας, ευημερούντα, εύπορες
Переклади: ικανός, επιτήδειος, ευημερούσα, ευημερούσες, ευημερούσας, ευημερούντα, εύπορες