Узурпувати грецькою
Переклад: узурпувати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
σφετερίζομαι, σφετεριστεί, σφετεριστούν, σφετεριστεί την, σφετερίζονται
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: узурпувати
узурпувати владу, узурпувати це, узурпувати державну владу, узурпувати перевод, узурпувати мовний словник грецька, узурпувати грецькою
Переклади
- узор грецькою - πρότυπο, μοτίβο, σχέδιο, σχήμα, προτύπου
- узурпатор грецькою - σφετεριστής, σφετεριστή, του σφετεριστή, συνωμότη, σφετεριστή του θρόνου
- узурпуйте грецькою - σφετερίζομαι, σφετερίζεται, καταλαμβάνει ένα, αφαιρεί από, οικειοποιείται, αντιποιείται
- указ грецькою - θεσπίζω, θέσπισμα, διάγγελμα, διάταγμα, διατάγματος, απόφαση, αποφάσεως, ...
Випадкові слова
Узурпувати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: σφετερίζομαι, σφετεριστεί, σφετεριστούν, σφετεριστεί την, σφετερίζονται
Переклади: σφετερίζομαι, σφετεριστεί, σφετεριστούν, σφετεριστεί την, σφετερίζονται