Укол грецькою
Переклад: укол, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
αρπαγή, διαπεραστικός, ένεση, έγχυση, ένεσης, ενέσιμο, έγχυσης
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: укол
укол зонтиком онлайн, укол зонтиком смотреть онлайн, укол хгч, укол в бедро, укол парасолькою, укол мовний словник грецька, укол грецькою
Переклади
- укласти грецькою - συμπεραίνω, τελειώνω, καταλήγω, συμπεραίνομαι, συνάπτουν, συνάπτει, συνάψουν, ...
- уклін грецькою - πλώρη, τόξο, πλώρης, φιόγκο, το τόξο
- уколи грецькою - έπαρση, παράγω, καμάρι, προσκομίζω, ενέσεις, ενέσιμα, ενέσεων, ...
- укорочувати грецькою - περικόπτω, μικραίνω, κονταίνω, συντομεύσει, να συντομεύσει, μειώσει, συντόμευση, ...
Випадкові слова
Укол грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: αρπαγή, διαπεραστικός, ένεση, έγχυση, ένεσης, ενέσιμο, έγχυσης
Переклади: αρπαγή, διαπεραστικός, ένεση, έγχυση, ένεσης, ενέσιμο, έγχυσης