Укріпитися грецькою
Переклад: укріпитися, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
στερεώστε, εστιαζόμαστε, σταθεροποιήστε, καθηλώσει το βλέμμα, σταθεροποιήσει
Інші мови
Споріднені слова: укріпитися
укріпитися мовний словник грецька, укріпитися грецькою
Переклади
- укриття грецькою - τέντα, καταφύγιο, στέγη, καταφυγίου, στέγης, κάλυψη
- укріпити грецькою - εδραιώνω, εμπεδώνω, ενισχύσει, να ενισχύσει, ενισχύσουν, ενισχυθεί, την ενίσχυση
- укріплення грецькою - εδραίωση, μετερίζι, ενίσχυση, ενδυνάμωση, την ενίσχυση, ενίσχυσης, η ενίσχυση
- укріплювати грецькою - καρδαμώνω, ενδυναμώνω, σφίγγω, καθορίσει, διορθώσετε, να καθορίσει, καθορίζουν, ...
Випадкові слова
Укріпитися грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: στερεώστε, εστιαζόμαστε, σταθεροποιήστε, καθηλώσει το βλέμμα, σταθεροποιήσει
Переклади: στερεώστε, εστιαζόμαστε, σταθεροποιήστε, καθηλώσει το βλέμμα, σταθεροποιήσει