Умовчування грецькою
Переклад: умовчування, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
λιγομίλητος, κρυψίνους, εχέμυθος, λιγόλογος, αθέτηση, προεπιλογή, προεπιλεγμένη, προεπιλεγμένο, προεπιλεγμένες
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: умовчування
умовчування мовний словник грецька, умовчування грецькою
Переклади
- умовте грецькою - ΟΡΟΙ, ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ, ΣΥΝΘΗΚΕΣ, ΟΙ ΟΡΟΙ, προϋποθέσεις
- умову грецькою - όρος, ρήτρα, κατάσταση, προϋπόθεση, όρο, κατάστασης
- умовчувати грецькою - σιωπηλός, umovchuvaty
- умоглядний грецькою - υποθετικός, εικαστικός, θεωρητικός, κερδοσκοπικός, κερδοσκοπικές, κερδοσκοπικών, κερδοσκοπική
Випадкові слова
Умовчування грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: λιγομίλητος, κρυψίνους, εχέμυθος, λιγόλογος, αθέτηση, προεπιλογή, προεπιλεγμένη, προεπιλεγμένο, προεπιλεγμένες
Переклади: λιγομίλητος, κρυψίνους, εχέμυθος, λιγόλογος, αθέτηση, προεπιλογή, προεπιλεγμένη, προεπιλεγμένο, προεπιλεγμένες