Умоглядно грецькою
Переклад: умоглядно, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ιδεωδώς, πλασματικά, θεωρητικά, εννοιολογικά, πλασματικώς, συνενωθέντων
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: умоглядно
умоглядно мовний словник грецька, умоглядно грецькою
Переклади
- умовчувати грецькою - σιωπηλός, umovchuvaty
- умоглядний грецькою - υποθετικός, εικαστικός, θεωρητικός, κερδοσκοπικός, κερδοσκοπικές, κερδοσκοπικών, κερδοσκοπική
- умонастрій грецькою - νοοτροπία, νοοτροπίας, τη νοοτροπία, η νοοτροπία, νοοτροπία του
- умілий грецькою - ικανός, επιτήδειος, έντεχνος, επιδέξιος, πιο ικανός, επιδέξια, επιδέξιο
Випадкові слова
Умоглядно грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ιδεωδώς, πλασματικά, θεωρητικά, εννοιολογικά, πλασματικώς, συνενωθέντων
Переклади: ιδεωδώς, πλασματικά, θεωρητικά, εννοιολογικά, πλασματικώς, συνενωθέντων