Уповноважити грецькою

Переклад: уповноважити, Словник: українська » грецька

Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
εξουσιοδοτώ, διαπιστεύω, να επιτρέψει, να εγκρίνει, εξουσιοδοτήσει, επιτρέπουν, να επιτρέπουν
Уповноважити грецькою
Споріднені слова
Інші мови

Споріднені слова: уповноважити

уповноважити мовний словник грецька, уповноважити грецькою

Переклади

  • уповноважений грецькою - παραγγελιοδόχος, εντολοδόχος, εξουσιοδοτημένο, εξουσιοδοτημένος, επιτρέπεται, εξουσιοδότησε, εγκριθεί
  • уповноваження грецькою - κύρος, αυθεντία, εξουσία, εξουσιοδότηση, άδεια, άδειας, έγκριση, ...
  • уповноважте грецькою - εξουσιοδοτώ, να επιτρέψει, να εγκρίνει, εξουσιοδοτήσει, επιτρέπουν, να επιτρέπουν
  • уповноважувати грецькою - διαπιστεύω, εξουσιοδοτώ, να επιτρέψει, να εγκρίνει, εξουσιοδοτήσει, επιτρέπουν, να επιτρέπουν
Випадкові слова
Уповноважити грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: εξουσιοδοτώ, διαπιστεύω, να επιτρέψει, να εγκρίνει, εξουσιοδοτήσει, επιτρέπουν, να επιτρέπουν