Уразити грецькою
Переклад: уразити, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
κόμματος, πουλί, βλαστός, πυροβολήσει, πυροβολούν, σουτ, πυροβολήσουν
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: уразити
уразити мовний словник грецька, уразити грецькою
Переклади
- ураган грецькою - τυφώνας, τυφώνα, τον τυφώνα, Ο τυφώνας, τυφώνων
- уражати грецькою - παριστάνω, επηρεάζω, εντύπωση, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, ...
- уразливий грецькою - λογικός, εύθικτος, ευερέθιστος, ησυχασμός, υπόλοιπος, ανυπεράσπιστος, ξεκουράζομαι, ...
- уразливість грецькою - ευαισθησία, ευάλωτος, ευπάθεια, τρωτό, ευπάθειας, θέμα ευπάθειας, τρωτότητας
Випадкові слова
Уразити грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: κόμματος, πουλί, βλαστός, πυροβολήσει, πυροβολούν, σουτ, πυροβολήσουν
Переклади: κόμματος, πουλί, βλαστός, πυροβολήσει, πυροβολούν, σουτ, πυροβολήσουν