Уразливий грецькою
Переклад: уразливий, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
λογικός, εύθικτος, ευερέθιστος, ησυχασμός, υπόλοιπος, ανυπεράσπιστος, ξεκουράζομαι, μαλακός, τρυφερός, ευάλωτες, ευάλωτα, ευάλωτων, ευάλωτοι, ευπαθείς
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: уразливий
уразливий стан особи це, уразливий на русском, уразливий перевод, уразливий стан, уразливий стан - це, уразливий мовний словник грецька, уразливий грецькою
Переклади
- уражати грецькою - παριστάνω, επηρεάζω, εντύπωση, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, ...
- уразити грецькою - κόμματος, πουλί, βλαστός, πυροβολήσει, πυροβολούν, σουτ, πυροβολήσουν
- уразливість грецькою - ευαισθησία, ευάλωτος, ευπάθεια, τρωτό, ευπάθειας, θέμα ευπάθειας, τρωτότητας
- уран грецькою - ουράνιο, ουρανίου, του ουρανίου, το ουράνιο, ουράνιου
Випадкові слова
Уразливий грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: λογικός, εύθικτος, ευερέθιστος, ησυχασμός, υπόλοιπος, ανυπεράσπιστος, ξεκουράζομαι, μαλακός, τρυφερός, ευάλωτες, ευάλωτα, ευάλωτων, ευάλωτοι, ευπαθείς
Переклади: λογικός, εύθικτος, ευερέθιστος, ησυχασμός, υπόλοιπος, ανυπεράσπιστος, ξεκουράζομαι, μαλακός, τρυφερός, ευάλωτες, ευάλωτα, ευάλωτων, ευάλωτοι, ευπαθείς