Урядовець грецькою
Переклад: урядовець, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
υπάλληλος, αξιωματικός, επίσημος, υπάλληλο, αξιωματικού, αξιωματικό
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: урядовець
урядовець вікіпедія, урядовець який очолював сотенний уряд, урядовець це, урядовець мовний словник грецька, урядовець грецькою
Переклади
- урочистість грецькою - σοβαρότητα, επισημότητα, την επισημότητα, ιεροπρέπεια
- уряд грецькою - χορήγηση, διοικητικός, κυβέρνηση, διοίκηση, κυβέρνησης, της κυβέρνησης, κρατικών, ...
- урядовий грецькою - κυβέρνηση, κυβερνητικός, κυβερνητικές, κυβερνητικών, κυβερνητικούς, κυβερνητική
- урядування грецькою - αυλή, ερωτοτροπώ, δικαστήριο, κυβέρνηση, χορήγηση, διοίκηση, διοικητικός, ...
Випадкові слова
Урядовець грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: υπάλληλος, αξιωματικός, επίσημος, υπάλληλο, αξιωματικού, αξιωματικό
Переклади: υπάλληλος, αξιωματικός, επίσημος, υπάλληλο, αξιωματικού, αξιωματικό