Урядування грецькою
Переклад: урядування, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
αυλή, ερωτοτροπώ, δικαστήριο, κυβέρνηση, χορήγηση, διοίκηση, διοικητικός, κυβέρνησης, της κυβέρνησης, κρατικών, κυβερνητικές
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: урядування
урядування у європейському союзі, урядування м.тетчер, електронне урядування, урядування це, урядування мовний словник грецька, урядування грецькою
Переклади
- урядовець грецькою - υπάλληλος, αξιωματικός, επίσημος, υπάλληλο, αξιωματικού, αξιωματικό
- урядовий грецькою - κυβέρνηση, κυβερνητικός, κυβερνητικές, κυβερνητικών, κυβερνητικούς, κυβερνητική
- урядувати грецькою - διέπουν, διέπει, ρυθμίζουν, διέπουν την, διέπουν τις
- урівноважений грецькою - ίσος, ακόμα, ισορροπημένη, ισόρροπη, ισορροπημένο, ισόρροπης, ισορροπημένης
Випадкові слова
Урядування грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: αυλή, ερωτοτροπώ, δικαστήριο, κυβέρνηση, χορήγηση, διοίκηση, διοικητικός, κυβέρνησης, της κυβέρνησης, κρατικών, κυβερνητικές
Переклади: αυλή, ερωτοτροπώ, δικαστήριο, κυβέρνηση, χορήγηση, διοίκηση, διοικητικός, κυβέρνησης, της κυβέρνησης, κρατικών, κυβερνητικές