Урізувати грецькою
Переклад: урізувати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
κονταίνω, συντομεύω, περικόπτω, κουτσουρεύω, κολοβώ, περικόψει, περικόψτε, περικόψετε
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: урізувати
урізувати мовний словник грецька, урізувати грецькою
Переклади
- уріжте грецькою - Urizh
- урізноманітнювати грецькою - διαφοροποιήσουν, να διαφοροποιήσουν, διαφοροποιήσει, διαφοροποίηση των, διαφοροποιήσουν τις
- усамітнений грецькою - δόλιος, μοναξιά, ύπουλος, απομονωμένος, απομονωμένη, απομονωμένο, απόμερη, ...
- усамітнення грецькою - φαντάρος, ιδιαίτερος, μοναξιά, ιδιωτικός, μυστικότητα, ησυχία, ιδιωτικής ζωής, ...
Випадкові слова
Урізувати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: κονταίνω, συντομεύω, περικόπτω, κουτσουρεύω, κολοβώ, περικόψει, περικόψτε, περικόψετε
Переклади: κονταίνω, συντομεύω, περικόπτω, κουτσουρεύω, κολοβώ, περικόψει, περικόψτε, περικόψετε