Усередину грецькою
Переклад: усередину, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
μέσα, εντός, εσωτερικό, στο εσωτερικό, μέσα σε
Інші мови
Споріднені слова: усередину
усередину мовний словник грецька, усередину грецькою
Переклади
- усенародно грецькою - usenarodno
- усеосяжний грецькою - Μια ολοκληρωμένη, Ένα ολοκληρωμένο, Μια συνολική, Μια περιεκτική, Μια πλήρης
- усередині грецькою - μέσα, εντός, εσωτερικό, στο εσωτερικό, μέσα σε
- усереднений грецькою - μέσος, κατά μέσο όρο, μέσο όρο, ο μέσος όρος, μέσος όρος, μέση
Випадкові слова
Усередину грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: μέσα, εντός, εσωτερικό, στο εσωτερικό, μέσα σε
Переклади: μέσα, εντός, εσωτερικό, στο εσωτερικό, μέσα σε