Усмоктування грецькою
Переклад: усмоктування, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
άντληση, αναρρόφηση, απορρόφηση, απορρόφησης, απορροφήσεως, την απορρόφηση, η απορρόφηση
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: усмоктування
усмоктування мовний словник грецька, усмоктування грецькою
Переклади
- уславлення грецькою - αποθέωση, έπαινος, έπαινο, επαίνους, τον έπαινο, επαίνου
- усмак грецькою - ικανοποιημένος, ικανοποιημένο, ευχαριστημένος, usmak
- усмоктувати грецькою - πιπιλίζουν, απορροφούν, να πιπιλίζουν, απορροφήσει, πιπιλίζουν το
- усмоктуватися грецькою - εμποτίζω, μουσκεύω, απολαύστε, μουλιάσει, απορροφούν, ενυδατώστε, μουλιάστε
Випадкові слова
Усмоктування грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: άντληση, αναρρόφηση, απορρόφηση, απορρόφησης, απορροφήσεως, την απορρόφηση, η απορρόφηση
Переклади: άντληση, αναρρόφηση, απορρόφηση, απορρόφησης, απορροφήσεως, την απορρόφηση, η απορρόφηση