Усування грецькою
Переклад: усування, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
Αντιμετώπιση προβλημάτων, Αντιμετώπιση, αντιμετώπισης προβλημάτων, προβλημάτων, Επίλυση προβλημάτων
Інші мови
Споріднені слова: усування
усування мовний словник грецька, усування грецькою
Переклади
- усті грецькою - επιρροή, στόμιο, επενεργώ, επενέργεια, διέξοδος, εκβολή, εκβολές, ...
- устілка грецькою - αυθάδεια, σόλας, πάτος, σόλα, εσωτερική σόλα, εσωτερικής σόλας
- усунення грецькою - ελάττωση, μείωση, μετακίνηση, απομάκρυνση, αφαίρεση, απομάκρυνσης, αφαίρεσης
- усунути грецькою - εξαλείφω, αποκλείω, αφαίρεση, αφαιρέστε, αφαιρέσετε, αφαιρέσει, απομακρύνει
Випадкові слова
Усування грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: Αντιμετώπιση προβλημάτων, Αντιμετώπιση, αντιμετώπισης προβλημάτων, προβλημάτων, Επίλυση προβλημάτων
Переклади: Αντιμετώπιση προβλημάτων, Αντιμετώπιση, αντιμετώπισης προβλημάτων, προβλημάτων, Επίλυση προβλημάτων