Усуспільнювати грецькою
Переклад: усуспільнювати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
κοινωνικοποιηθούν, κοινωνικοποιούνται, κοινωνικοποιήσουν, κοινωνικοποιήσει, να κοινωνικοποιηθούν
Інші мови
Споріднені слова: усуспільнювати
усуспільнювати мовний словник грецька, усуспільнювати грецькою
Переклади
- усунути грецькою - εξαλείφω, αποκλείω, αφαίρεση, αφαιρέστε, αφαιρέσετε, αφαιρέσει, απομακρύνει
- усуньте грецькою - εκθρονίζω, αφαίρεση, αφαιρέστε, αφαιρέσετε, αφαιρέσει, απομακρύνει
- усушка грецькою - συρρίκνωση, συρρίκνωσης, συστολή, συρρικνώσεως, η συρρίκνωση
- усюди грецькою - για, περί, παντού, περίπου, κόσμο, οπουδήποτε, όλων των περιοχών, ...
Випадкові слова
Усуспільнювати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: κοινωνικοποιηθούν, κοινωνικοποιούνται, κοινωνικοποιήσουν, κοινωνικοποιήσει, να κοινωνικοποιηθούν
Переклади: κοινωνικοποιηθούν, κοινωνικοποιούνται, κοινωνικοποιήσουν, κοινωνικοποιήσει, να κοινωνικοποιηθούν