Утримувати грецькою
Переклад: утримувати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
εντός, φράγμα, καθυστερώ, κρατώ, φραγμός, μέσα, κρατήστε, κρατήστε πατημένο το, κρατήστε πατημένο, κατέχουν, κατέχει
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: утримувати
стримувати утримувати, утримувати батьків, утримувати мовний словник грецька, утримувати грецькою
Переклади
- утримати грецькою - μέσα, εντός, διατήρηση, κρατήσει, διατηρούν, να κρατήσει, διατηρήσει
- утримування грецькою - συντήρηση, κράτηση, διατήρηση, κατακράτησης, διατήρησης, κατακράτηση
- утримуватись грецькою - αποφεύγουν, απέχουν, απόσχουν, να μην, να απέχουν
- утримуватися грецькою - εντός, μέσα, απέχω, απέχουν, απόσχει, απόσχουν, απόσχουμε
Випадкові слова
Утримувати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: εντός, φράγμα, καθυστερώ, κρατώ, φραγμός, μέσα, κρατήστε, κρατήστε πατημένο το, κρατήστε πατημένο, κατέχουν, κατέχει
Переклади: εντός, φράγμα, καθυστερώ, κρατώ, φραγμός, μέσα, κρατήστε, κρατήστε πατημένο το, κρατήστε πατημένο, κατέχουν, κατέχει