Утягувати грецькою
Переклад: утягувати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
εισαγωγή, υπόνοια, συνέπεια, επαγωγή, προσελκύσει, αντλούν στο, αναρροφήσει, προβαίνει σε αναλήψεις
Інші мови
Споріднені слова: утягувати
утягувати мовний словник грецька, утягувати грецькою
Переклади
- утручання грецькою - παρέμβαση, παρέμβασης, παρεμβάσεως, επέμβαση, επέμβασης
- утрушування грецькою - utrushuvannya
- утікати грецькою - ξεφεύγω, δραπετεύω, κόβω, κόψιμο, κοπή, απόδραση, διαφυγή, ...
- утікач грецькою - φυγάς, φυγόδικος, ανεξέλεγκτων, φυγόδικου, διάχυτων
Випадкові слова
Утягувати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: εισαγωγή, υπόνοια, συνέπεια, επαγωγή, προσελκύσει, αντλούν στο, αναρροφήσει, προβαίνει σε αναλήψεις
Переклади: εισαγωγή, υπόνοια, συνέπεια, επαγωγή, προσελκύσει, αντλούν στο, αναρροφήσει, προβαίνει σε αναλήψεις