Утішитель грецькою
Переклад: утішитель, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
κασκόλ, παρηγορητής, Κουβέρτα, Πάπλωμα, Συσκευή ανακούφισης
Інші мови
Споріднені слова: утішитель
утішитель мовний словник грецька, утішитель грецькою
Переклади
- утіхи-коли грецькою - διασκέδαση, τη διασκέδαση, διασκεδαστικό, διασκέδασης, διασκεδάσουν
- утішати грецькою - παρηγορώ, άνεση, άνεσης, την άνεση, ανέσεις, άνεση των
- утішити грецькою - παρηγορώ, άνεση, άνεσης, την άνεση, ανέσεις, άνεση των
- утішний грецькою - περίεργος, κωμικός, κολακευτικός, αστείος, κολακευτικό, κολακευτικά, κολακευτική, ...
Випадкові слова
Утішитель грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: κασκόλ, παρηγορητής, Κουβέρτα, Πάπλωμα, Συσκευή ανακούφισης
Переклади: κασκόλ, παρηγορητής, Κουβέρτα, Πάπλωμα, Συσκευή ανακούφισης