Ухвальний грецькою
Переклад: ухвальний, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
καταφατικός, αποφασιστικός, καθοριστικός, αποφασιστική, αποφασιστικό, καθοριστικό
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: ухвальний
ухвальний голос, ухвальний мовний словник грецька, ухвальний грецькою
Переклади
- ухвалений грецькою - μύηση, εγκεκριμένα, εγκεκριμένο, εγκριθεί, που εγκρίθηκε, ενέκρινε
- ухвалення грецькою - αποδοχή, άφιξη, υιοθέτηση, υιοθεσία, έγκριση, έκδοση, θέσπιση
- ухвалювання грецькою - υιοθέτηση, υιοθεσία, αποφάσεων, λήψη, λήψης, λήψη των
- ухил грецькою - κλίση, πλαγιά, κλίσης, πίστα, πλαγιάς
Випадкові слова
Ухвальний грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: καταφατικός, αποφασιστικός, καθοριστικός, αποφασιστική, αποφασιστικό, καθοριστικό
Переклади: καταφατικός, αποφασιστικός, καθοριστικός, αποφασιστική, αποφασιστικό, καθοριστικό