Ухильний грецькою
Переклад: ухильний, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
διφορούμενος, έμμεσος, έμμεση, έμμεσες, έμμεσης, έμμεσων
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: ухильний
ухильний мовний словник грецька, ухильний грецькою
Переклади
- ухил грецькою - κλίση, πλαγιά, κλίσης, πίστα, πλαγιάς
- ухилення грецькою - λάθος, αποφυγή, αποφυγής, φοροαποφυγής, την αποφυγή, φοροαποφυγή
- ухилятись грецькою - μπαίνω, αποφεύγω, αποκλίνω, συρρικνώνομαι, συστέλλω, αναχωρούν, αναχωρήσει, ...
- ухилятися грецькою - μπαίνω, πετώ, διαλανθάνω, συρρικνώνομαι, διαφεύγω, μύγα, αποφεύγω, ...
Випадкові слова
Ухильний грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: διφορούμενος, έμμεσος, έμμεση, έμμεσες, έμμεσης, έμμεσων
Переклади: διφορούμενος, έμμεσος, έμμεση, έμμεσες, έμμεσης, έμμεσων