Ухопитися грецькою
Переклад: ухопитися, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
αρπάζω, πιάνω, κλώσημα, απομόνωση, συμπλέκτης, συμπλέκτη, του συμπλέκτη, συμπλεκτών
Інші мови
Споріднені слова: ухопитися
ухопитися мовний словник грецька, ухопитися грецькою
Переклади
- ухилятися грецькою - μπαίνω, πετώ, διαλανθάνω, συρρικνώνομαι, διαφεύγω, μύγα, αποφεύγω, ...
- ухитрятися грецькою - εφευρίσκω, κάνει, κάνουν, να κάνει, να, κάνετε
- учасник грецькою - συμμέτοχος, μέλος, κράτη, μέλους, τα κράτη, των κρατών
- участь грецькою - αποχωρητήριο, μυημένος, συνεργασία, μέρος, τμήμα, πλαίσιο, μέρους, ...
Випадкові слова
Ухопитися грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: αρπάζω, πιάνω, κλώσημα, απομόνωση, συμπλέκτης, συμπλέκτη, του συμπλέκτη, συμπλεκτών
Переклади: αρπάζω, πιάνω, κλώσημα, απομόνωση, συμπλέκτης, συμπλέκτη, του συμπλέκτη, συμπλεκτών