Уявляти грецькою
Переклад: уявляти, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
φανταστικός, γουστάρω, γούστο, προτίμηση, εικόνα, φαντάζομαι, φανταστείτε, φανταστεί, φανταστούμε, φανταστώ
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: уявляти
уявляти тлумачний словник, уявляти синоніми, представляти уявляти, уявляти твої такі турботливі пальці, уявляти мовний словник грецька, уявляти грецькою
Переклади
- уявлюване грецькою - οράσεως, οραματικός, προσωρινού, προσωρινών, προσωρινούς
- уявлюваний грецькою - οράσεως, οραματικός, προσωρινού, προσωρινών, προσωρινούς
- уявний грецькою - ψυχοσύνθεση, νοοτροπία, φανταστικός, φανταστικό, φανταστικού, νοητή, φαντασιακό
- уяву грецькою - ιδέα, φαντασία, τη φαντασία, φαντασίας, η φαντασία, την φαντασία
Випадкові слова
Уявляти грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: φανταστικός, γουστάρω, γούστο, προτίμηση, εικόνα, φαντάζομαι, φανταστείτε, φανταστεί, φανταστούμε, φανταστώ
Переклади: φανταστικός, γουστάρω, γούστο, προτίμηση, εικόνα, φαντάζομαι, φανταστείτε, φανταστεί, φανταστούμε, φανταστώ