Фасон грецькою
Переклад: фасон, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
στύλος, σχηματίζω, μοντέλο, μακέτα, μόδα, πλάθω, ύφος, διαμορφώνω, μανεκέν, μόδας, τρόπο, της μόδας, τη μόδα
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: фасон
фасон одесса, фасон літнього плаття, фасон брюк, фасон женская одежда, фасон юбок, фасон мовний словник грецька, фасон грецькою
Переклади
- фарш грецькою - χορταστικός, σφράγισμα, γέμισμα, γέμιση, παραγέμισμα, γέμισης, το παραγέμισμα
- фасад грецькою - πρόσοψη, πρόσοψης, προσόψεων, όψη, πρόσοψη του
- фат грецькою - καβάκι, λιμοκόντορος, fop, Η FOP, τη FOP, της FOP
- фатальний грецькою - θανατηφόρος, μοιραίος, θανατηφόρα, μοιραία, θανατηφόρων
Випадкові слова
Фасон грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: στύλος, σχηματίζω, μοντέλο, μακέτα, μόδα, πλάθω, ύφος, διαμορφώνω, μανεκέν, μόδας, τρόπο, της μόδας, τη μόδα
Переклади: στύλος, σχηματίζω, μοντέλο, μακέτα, μόδα, πλάθω, ύφος, διαμορφώνω, μανεκέν, μόδας, τρόπο, της μόδας, τη μόδα