Феномен грецькою
Переклад: феномен, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
φαινόμενο, φαινομένου, το φαινόμενο, του φαινομένου, φαινόμενο αυτό
Інші мови
Споріднені слова: феномен
феномен баадера-майнхофа, феномен шоу, феномен шевченка, феномен львів, феномен бандерофобии в русском сознании, феномен мовний словник грецька, феномен грецькою
Переклади
- фемініст грецькою - φεμινιστής, φεμινιστική, φεμινιστικό, φεμινιστικές, φεμινιστικής
- фенол грецькою - φαινόλη, φαινόλης, με φαινόλη, της φαινόλης
- феноменальний грецькою - εκπληκτικός, φαινομενικός, εκπληκτική, πρωτοφανής, φαινομενική, φαινομενικό
- фенікс грецькою - φοίνιξ, Φοίνιξ, Phoenix, φοίνικας, φοίνικα, του Φοίνικας
Випадкові слова
Феномен грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: φαινόμενο, φαινομένου, το φαινόμενο, του φαινομένου, φαινόμενο αυτό
Переклади: φαινόμενο, φαινομένου, το φαινόμενο, του φαινομένου, φαινόμενο αυτό