Фон грецькою
Переклад: фон, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
χωράφι, πεδίο, αποτρέπω, πλαίσιο, θεμέλιο, τομέας, ματαιώνω, φόντο, υπόβαθρο, παρασκήνιο, φόντου
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: фон
фон робочого стола, фон триер, фон в html, фон для рабочего стола, фонбет, фон мовний словник грецька, фон грецькою
Переклади
- фольклор грецькою - λαογραφία, λαογραφικό, λαογραφική, λαογραφικά, λαογραφίας
- фольклорний грецькою - λαογραφικού, λαογραφικό, λαογραφικά, λαογραφικής, λαογραφική
- фона грецькою - φόντο, υπόβαθρο, παρασκήνιο, φόντου, πλαίσιο
- фонд грецькою - κρατημένος, επιφυλακτικός, κεφάλαιο, Ταμείο, Ταμείου, του Ταμείου, Αμοιβαίο Κεφάλαιο
Випадкові слова
Фон грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: χωράφι, πεδίο, αποτρέπω, πλαίσιο, θεμέλιο, τομέας, ματαιώνω, φόντο, υπόβαθρο, παρασκήνιο, φόντου
Переклади: χωράφι, πεδίο, αποτρέπω, πλαίσιο, θεμέλιο, τομέας, ματαιώνω, φόντο, υπόβαθρο, παρασκήνιο, φόντου