Хвилюючий грецькою
Переклад: хвилюючий, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
δραματικός, συναισθηματικός, συναρπαστικός, συναρπαστικό, συναρπαστική, συναρπαστικές, συναρπαστικά
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: хвилюючий
хвилюючий словник, хвилюючий момент, хвилюючий синонім, хвилюючий стан, хвилюючий мовний словник грецька, хвилюючий грецькою
Переклади
- хвилюватись грецькою - δημιουργώ, ανησυχία, ανησυχώ, ανησυχείτε, ανησυχούν, ανησυχείς
- хвилюватися грецькою - δημιουργώ, μυαλό, νους, υπόψη, νου, το μυαλό
- хвиля грецькою - μπικουτί, θάλασσα, πέλαγος, σπαστός, κύμα, κύματος, κυμάτων, ...
- хвилястий грецькою - σγουρός, ανατέλλω, κερί, κατσαρός, αυξάνομαι, αύξηση, ορθώνομαι, ...
Випадкові слова
Хвилюючий грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: δραματικός, συναισθηματικός, συναρπαστικός, συναρπαστικό, συναρπαστική, συναρπαστικές, συναρπαστικά
Переклади: δραματικός, συναισθηματικός, συναρπαστικός, συναρπαστικό, συναρπαστική, συναρπαστικές, συναρπαστικά