Цілковитий грецькою
Переклад: цілковитий, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ολόκληρος, ολικός, απόλυτος, λεπτομερής, σύνολο, εξονυχιστικός, πλήρης, πλήρη, πλήρες, πλήρους, ολοκληρωθεί
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: цілковитий
абсолютний цілковитий, цілковитий це, цілковитий мовний словник грецька, цілковитий грецькою
Переклади
- цілий грецькою - ολόκληρος, όλα, όλες, όλοι, όλων, όλους
- цілитель грецькою - γιατρός, ιατρός, γιατρό, ιατρό, ιατρού
- цілковито грецькою - ικανοποιητικά, εντελώς, εξ ολοκλήρου, πλήρως, απολύτως, απόλυτα
- цілком грецькою - σωματικά, προσαράσσω, εντελώς, πλήρως, δεόντως, γη, έδαφος, ...
Випадкові слова
Цілковитий грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ολόκληρος, ολικός, απόλυτος, λεπτομερής, σύνολο, εξονυχιστικός, πλήρης, πλήρη, πλήρες, πλήρους, ολοκληρωθεί
Переклади: ολόκληρος, ολικός, απόλυτος, λεπτομερής, σύνολο, εξονυχιστικός, πλήρης, πλήρη, πλήρες, πλήρους, ολοκληρωθεί