Ціль грецькою
Переклад: ціль, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
βλέψη, αντικείμενο, προορισμός, γκολ, φιλοδοξία, σκοπεύω, αντικειμενικός, σκόπιμος, στόχος, αντιτείνω, κουτουλώ, αποβλέπω, σκοπός, στοχεύω, στόχο, στόχου, στόχους, στόχων
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: ціль
ціль пошуку роботи, цель номер один, ціль в резюме приклад, ціль в резюме, ціль організації це, ціль мовний словник грецька, ціль грецькою
Переклади
- цілування грецькою - εξοπλισμός, oscularity
- цілується грецькою - φιλών, kisser, Φιλάει, Φιλάει Υπέροχα, φιλιά
- цілющий грецькою - ευεργετικός, ωφέλιμος, ιατρική, φάρμακο, επωφελής, υγιής, επούλωση, ...
- цілісність грецькою - ειρμός, ενδελέχεια, ακεραιότητα, ακεραιότητας, την ακεραιότητα, της ακεραιότητας, η ακεραιότητα
Випадкові слова
Ціль грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: βλέψη, αντικείμενο, προορισμός, γκολ, φιλοδοξία, σκοπεύω, αντικειμενικός, σκόπιμος, στόχος, αντιτείνω, κουτουλώ, αποβλέπω, σκοπός, στοχεύω, στόχο, στόχου, στόχους, στόχων
Переклади: βλέψη, αντικείμενο, προορισμός, γκολ, φιλοδοξία, σκοπεύω, αντικειμενικός, σκόπιμος, στόχος, αντιτείνω, κουτουλώ, αποβλέπω, σκοπός, στοχεύω, στόχο, στόχου, στόχους, στόχων