Цілющий грецькою
Переклад: цілющий, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ευεργετικός, ωφέλιμος, ιατρική, φάρμακο, επωφελής, υγιής, επούλωση, θεραπεία, επούλωσης, την επούλωση, θεραπευτικές
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: цілющий
цілющий гейзер херсон, цілющий мед, цілющий златогор, цілющий пектин, цілющий біб, цілющий мовний словник грецька, цілющий грецькою
Переклади
- цілується грецькою - φιλών, kisser, Φιλάει, Φιλάει Υπέροχα, φιλιά
- ціль грецькою - βλέψη, αντικείμενο, προορισμός, γκολ, φιλοδοξία, σκοπεύω, αντικειμενικός, ...
- цілісність грецькою - ειρμός, ενδελέχεια, ακεραιότητα, ακεραιότητας, την ακεραιότητα, της ακεραιότητας, η ακεραιότητα
- ціна грецькою - έξοδα, δαπάνη, κόστος, κοστίζω, τιμή, τιμών, τιμής, ...
Випадкові слова
Цілющий грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ευεργετικός, ωφέλιμος, ιατρική, φάρμακο, επωφελής, υγιής, επούλωση, θεραπεία, επούλωσης, την επούλωση, θεραπευτικές
Переклади: ευεργετικός, ωφέλιμος, ιατρική, φάρμακο, επωφελής, υγιής, επούλωση, θεραπεία, επούλωσης, την επούλωση, θεραπευτικές