Частка грецькою
Переклад: частка, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ποσοστό, φίμωτρο, μοιράζω, σωμάτιο, σωματίδιο, περίπτωση, μοιράζομαι, κύτταρο, μόριο, παράδειγμα, κλήρος, κλάσμα, κλάσματος, μέρος, τμήμα, κλάσμα που
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: частка
частка приклади, частка ринку, частка чисел це, частка не з дієсловами, частка ринку формула, частка мовний словник грецька, частка грецькою
Переклади
- частиною грецькою - μερικώς, μέρος, τμήμα, πλαίσιο, μέρους, μέρει
- частину грецькою - παράδειγμα, μοιράζομαι, κλήρος, μοιράζω, μεραρχία, διχασμός, διαίρεση, ...
- частковий грецькою - μερικός, μερική, μερικής, μερικό, τμηματική
- частково грецькою - μερικώς, εν μέρει, μέρει, μερική, μερικά
Випадкові слова
Частка грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ποσοστό, φίμωτρο, μοιράζω, σωμάτιο, σωματίδιο, περίπτωση, μοιράζομαι, κύτταρο, μόριο, παράδειγμα, κλήρος, κλάσμα, κλάσματος, μέρος, τμήμα, κλάσμα που
Переклади: ποσοστό, φίμωτρο, μοιράζω, σωμάτιο, σωματίδιο, περίπτωση, μοιράζομαι, κύτταρο, μόριο, παράδειγμα, κλήρος, κλάσμα, κλάσματος, μέρος, τμήμα, κλάσμα που