Чепурити грецькою
Переклад: чепурити, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
εμπριμέ, τυπώνω, νοικοκυρεύω, συγυρίζω, νοικοκύρεμα, τακτοποιεί, συστηματοποίησης σε ένα
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: чепурити
чепурити мовний словник грецька, чепурити грецькою
Переклади
- чемпіон грецькою - πρωταθλητής, υπερασπιστής, πρωτοπόρος, πρωταθλητή, πρωτοπόρο, πρωταθλήτρια
- чемпіонат грецькою - πρωτάθλημα, πρωταθλήματος, Championship, Τσάμπιονσιπ, του πρωταθλήματος
- чепуритись грецькою - προλογίζω, πρόλογος, προοίμιο, έλατο, ελάτη, ερυθρελάτης, ερυθρελάτη, ...
- чепуритися грецькою - προοίμιο, προλογίζω, πρόλογος, έλατο, ελάτη, ερυθρελάτης, ερυθρελάτη, ...
Випадкові слова
Чепурити грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: εμπριμέ, τυπώνω, νοικοκυρεύω, συγυρίζω, νοικοκύρεμα, τακτοποιεί, συστηματοποίησης σε ένα
Переклади: εμπριμέ, τυπώνω, νοικοκυρεύω, συγυρίζω, νοικοκύρεμα, τακτοποιεί, συστηματοποίησης σε ένα