Чуйно грецькою
Переклад: чуйно, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ευαισθησία, με ευαισθησία, ευαίσθητα, με προσοχή
Інші мови
Споріднені слова: чуйно
чуйно мовний словник грецька, чуйно грецькою
Переклади
- чужій грецькою - αλλοδαπός, ξένος, παράξενος, παράξενη, παράξενο, περίεργο, παράξενα
- чуйний грецькою - φιλάνθρωπος, ησυχασμός, ζωντανός, υπόλοιπος, ξεκουράζομαι, ανταποκρίνεται, ανταποκρίνονται, ...
- чулий грецькою - ξεκουράζομαι, ησυχασμός, υπόλοιπος, ευαίσθητος, στοργικό, συναισθηματικές, το στοργικό
- чума грецькою - πανούκλα, πληγή, πανώλης, μάστιγα, πανώλη
Випадкові слова
Чуйно грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ευαισθησία, με ευαισθησία, ευαίσθητα, με προσοχή
Переклади: ευαισθησία, με ευαισθησία, ευαίσθητα, με προσοχή