Чутливий грецькою
Переклад: чутливий, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
επιδεικτικός, ευπαθής, ευαίσθητος, εύθικτος, αισθητήριος, ευαίσθητα, ευαίσθητες, ευαίσθητο, ευαίσθητων
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: чутливий
чутливий синоніми, чутливий елемент, чутливий нерв, чутливий нейрон вікіпедія, чутливий шлях, чутливий мовний словник грецька, чутливий грецькою
Переклади
- чутка грецькою - φήμη, φημολογία, φήμες, η φήμη, τη φήμη, φήμης
- чуткий грецькою - ζωντανός, προσεκτικός, άγρυπνος, wakeful, εγρήγορση, που ξυπνάει
- чутливість грецькою - ευαισθησία, ευαισθησίας, την ευαισθησία, της ευαισθησίας, η ευαισθησία
- чуття грецькою - συναίσθημα, αίσθηση, αίσθημα, το συναίσθημα, το αίσθημα
Випадкові слова
Чутливий грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: επιδεικτικός, ευπαθής, ευαίσθητος, εύθικτος, αισθητήριος, ευαίσθητα, ευαίσθητες, ευαίσθητο, ευαίσθητων
Переклади: επιδεικτικός, ευπαθής, ευαίσθητος, εύθικτος, αισθητήριος, ευαίσθητα, ευαίσθητες, ευαίσθητο, ευαίσθητων