Чучело грецькою
Переклад: чучело, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
τύπος, πιπίλα, παιδί, τσακάλι, γεμιστό, Μαλακά, Γεμιστές, γένει παραγεμισμένα, εν γένει παραγεμισμένα
Інші мови
Споріднені слова: чучело
чучело скачать, чучело лисы, чучело смотреть, чучело мяучело на трубе сидело мультфильм, чучело онлайн, чучело мовний словник грецька, чучело грецькою
Переклади
- чуттєвий грецькою - φίνος, αισθησιακός, μαλακός, ευαίσθητος, μαλθακός, τρυφερός, λεπτός, ...
- чуттєвість грецькою - φιληδονία, αισθησιασμό, αισθησιασμού, τον αισθησιασμό, αισθησιασμός
- чхання грецькою - βήχω, φταρνίζομαι, βήχας, φτάρνισμα, φτερνίζεστε, φτερνιστεί, φτερνίζονται, ...
- чхати грецькою - βήχω, φτάρνισμα, φταρνίζομαι, βήχας, φτερνίζεστε, φτερνιστεί, φτερνίζονται, ...
Випадкові слова
Чучело грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: τύπος, πιπίλα, παιδί, τσακάλι, γεμιστό, Μαλακά, Γεμιστές, γένει παραγεμισμένα, εν γένει παραγεμισμένα
Переклади: τύπος, πιπίλα, παιδί, τσακάλι, γεμιστό, Μαλακά, Γεμιστές, γένει παραγεμισμένα, εν γένει παραγεμισμένα