Широко грецькою

Переклад: широко, Словник: українська » грецька

Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
φαρδαίνω, ελεύθερα, εκτεταμένα, διευρύνω, γενικά, πλαταίνω, απεριόριστα, ευρέως, ευρύτερα, πολύ, ευρεία, μεγάλο βαθμό
Широко грецькою
Споріднені слова
Інші мови

Споріднені слова: широко

широко закрытыми глазами, широко крокуючи, широко відкриті очі, широко шагая трейлер, широко шагая 3, широко мовний словник грецька, широко грецькою

Переклади

  • ширма грецькою - θαμπώνω, τυφλός, οθόνη, οθόνης, της οθόνης, οθ νη, οθόνη του
  • широкий грецькою - διεξοδικός, εκτεταμένος, ευρύς, πλατέως, ευρέως, φαρδύς, ευρύ, ...
  • широко-широко грецькою - εκτεταμένα, απεριόριστα, ελεύθερα, γενικά, ευρέως, ευρύτερα, πολύ, ...
  • широковживаний грецькою - συνηθισμένος, κοινός, που χρησιμοποιούνται συνήθως, χρησιμοποιούνται συνήθως, χρησιμοποιείται συνήθως, συνήθως χρησιμοποιούνται, συνήθως χρησιμοποιείται
Випадкові слова
Широко грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: φαρδαίνω, ελεύθερα, εκτεταμένα, διευρύνω, γενικά, πλαταίνω, απεριόριστα, ευρέως, ευρύτερα, πολύ, ευρεία, μεγάλο βαθμό