Штурмувати грецькою
Переклад: штурмувати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
τρικυμία, επιτίθεμαι, βιαιοπραγία, επίθεση, καταιγίδα, θύελλα, καταιγίδας, θύελλας, τη θύελλα
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: штурмувати
штурмувати мовний словник грецька, штурмувати грецькою
Переклади
- штурм грецькою - επίθεση, τρικυμία, βιαιοπραγία, επιτίθεμαι, καταιγίδα, θύελλα, καταιγίδας, ...
- штурман грецькою - ναυτίλος, αεροναυτίλος, πλοηγός, Navigator, πλοηγό, πλοηγού, θαλασσοπόρος
- штуцер грецькою - ένωση, σωματειακός, προσαρμογή, συναρμολόγηση, εφαρμογή, τοποθέτηση, εξάρτημα
- штучна грецькою - απομίμηση, τεχνητός, μίμηση, Απομιμήσεις, μίμησης, Η μίμηση
Випадкові слова
Штурмувати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: τρικυμία, επιτίθεμαι, βιαιοπραγία, επίθεση, καταιγίδα, θύελλα, καταιγίδας, θύελλας, τη θύελλα
Переклади: τρικυμία, επιτίθεμαι, βιαιοπραγία, επίθεση, καταιγίδα, θύελλα, καταιγίδας, θύελλας, τη θύελλα