Щільний грецькою
Переклад: щільний, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
κολλητός, στερεός, πυκνός, σφιχτός, εύσωμος, συμπαγής, αποπνιχτικός, πνιγηρός, δασύς, στενός, κοντά, συμπυκνωμένος, γεροδεμένος, θολός, σφιχτό, σφιχτά, σφιχτή, στενό
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: щільний
щільний синонім, щільний перевод, щільний сніданок українців, щільний залишок слини, щільний залишок, щільний мовний словник грецька, щільний грецькою
Переклади
- щілина грецькою - οπή, χάσμα, σχισμή, κενό, ρωγμή, ρωγμής, κρακ, ...
- щілину грецькою - οπή, σχισμή, χάσμα, κενό, χάσματος, διάκενο, διαφορά
- щільність грецькою - πυκνότητα, πυκνότητας, πυκνότητος, την πυκνότητα, η πυκνότητα
- щіпка грецькою - σκόνη, τσίμπημα, πρέζα, τσιμπήσετε, τσιμπήστε, τσιμπήσει
Випадкові слова
Щільний грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: κολλητός, στερεός, πυκνός, σφιχτός, εύσωμος, συμπαγής, αποπνιχτικός, πνιγηρός, δασύς, στενός, κοντά, συμπυκνωμένος, γεροδεμένος, θολός, σφιχτό, σφιχτά, σφιχτή, στενό
Переклади: κολλητός, στερεός, πυκνός, σφιχτός, εύσωμος, συμπαγής, αποπνιχτικός, πνιγηρός, δασύς, στενός, κοντά, συμπυκνωμένος, γεροδεμένος, θολός, σφιχτό, σφιχτά, σφιχτή, στενό