Ізолює грецькою
Переклад: ізолює, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
απομονώσεις, απομονώσεων, προϊόντα απομόνωσης, απομονωμένα στελέχη, απομονώματα
Інші мови
Споріднені слова: ізолює
ізолює мовний словник грецька, ізолює грецькою
Переклади
- ізолювати грецькою - απομονώσουμε, απομονώσει, απομονώσουν, απομονώνουν, απομονώνει
- ізолюйте грецькою - απομονωμένος, απομονώνω, απομονώ, Μονώστε, Μονώστε τους, Μονώστε την, Μονώστε το
- ізолюється грецькою - ερημικός, απομονωμένος, απομονωμένες, απομονωμένο, απομονώνονται, απομονωμένη
- ізолятор грецькою - κλουβί, μονωτήρα, μονωτή, απομονωτής, απομονωτή, isolator
Випадкові слова
Ізолює грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: απομονώσεις, απομονώσεων, προϊόντα απομόνωσης, απομονωμένα στελέχη, απομονώματα
Переклади: απομονώσεις, απομονώσεων, προϊόντα απομόνωσης, απομονωμένα στελέχη, απομονώματα