Ілюструвати грецькою
Переклад: ілюструвати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
εικονογραφώ, διευκρινίζω, επεξηγώ, απεικονίζουν, επεξηγούν, περιγράφουν, απεικόνιση, απεικονίσουν
Інші мови
Споріднені слова: ілюструвати
ілюструвати мовний словник грецька, ілюструвати грецькою
Переклади
- ілюстрований грецькою - παραστατικός, απεικονίζεται, απεικονίζονται, εικονίζεται, φαίνεται, παρουσιάζεται
- ілюстрування грецькою - εικονογράφηση, εικόνα, απεικονίσεων, απεικόνιση, απεικόνισης
- ім'я грецькою - ονομασία, ονομάζω, όνομα, επωνυμία, τίτλος, ονόματος, όνομά, ...
- імбир грецькою - τζίντζερ, πιπερόριζα, το τζίντζερ, πιπερόριζας, πιπεροριζών
Випадкові слова
Ілюструвати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: εικονογραφώ, διευκρινίζω, επεξηγώ, απεικονίζουν, επεξηγούν, περιγράφουν, απεικόνιση, απεικονίσουν
Переклади: εικονογραφώ, διευκρινίζω, επεξηγώ, απεικονίζουν, επεξηγούν, περιγράφουν, απεικόνιση, απεικονίσουν