Імперіалістичний грецькою
Переклад: імперіалістичний, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
επιτακτικός, δεσποτικός, αυταρχικός, αλαζονικός, ιμπεριαλιστική, ιμπεριαλιστικές, ιμπεριαλιστικό, ιμπεριαλιστικών, ιμπεριαλιστικού
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: імперіалістичний
імперіалістичний капіталізм, імперіалістичний мовний словник грецька, імперіалістичний грецькою
Переклади
- імперіал грецькою - σκεπή, ταράτσα, οροφή, αυτοκρατορικός, αυτοκρατορική, αυτοκρατορικό, αυτοκρατορικής, ...
- імперіаліст грецькою - ιμπεριαλιστική, ιμπεριαλιστικές, ιμπεριαλιστικό, ιμπεριαλιστικών, ιμπεριαλιστικού
- імперія грецькою - αυτοκρατορία, αυτοκρατορίας, Empire, την αυτοκρατορία
- імплантація грецькою - υλοποιώ, εργαλείο, όργανο, εμφύτευση, την εμφύτευση, εμφύτευσης, εμφυτεύσεως, ...
Випадкові слова
Імперіалістичний грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: επιτακτικός, δεσποτικός, αυταρχικός, αλαζονικός, ιμπεριαλιστική, ιμπεριαλιστικές, ιμπεριαλιστικό, ιμπεριαλιστικών, ιμπεριαλιστικού
Переклади: επιτακτικός, δεσποτικός, αυταρχικός, αλαζονικός, ιμπεριαλιστική, ιμπεριαλιστικές, ιμπεριαλιστικό, ιμπεριαλιστικών, ιμπεριαλιστικού