Інертний грецькою
Переклад: інертний, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
μαχμουρλής, άτονος, ηγήτορας, νωχελής, ηγέτης, αρχηγός, ηγεμόνας, δυσκίνητος, αδρανής, αδρανή, αδρανούς, αδρανές, αδρανείς
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: інертний
інертний синоніми, інертний газ це, інертний газ що має назву чужий, інертний податковий борг, інертний газ, інертний мовний словник грецька, інертний грецькою
Переклади
- індуктивний грецькою - εντρυφώ, επαγωγικός, επαγωγική, επαγωγικό, επαγωγικού, επαγωγικής
- індустріалізація грецькою - εκβιομηχάνιση, βιομηχανοποίηση, εκβιομηχάνισης, βιομηχανοποίησης, την εκβιομηχάνιση
- інертність грецькою - αδράνεια, αδράνειας, αδρανείας, την αδράνεια, της αδράνειας
- інерція грецькою - αδράνεια, αδράνειας, αδρανείας, την αδράνεια, της αδράνειας
Випадкові слова
Інертний грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: μαχμουρλής, άτονος, ηγήτορας, νωχελής, ηγέτης, αρχηγός, ηγεμόνας, δυσκίνητος, αδρανής, αδρανή, αδρανούς, αδρανές, αδρανείς
Переклади: μαχμουρλής, άτονος, ηγήτορας, νωχελής, ηγέτης, αρχηγός, ηγεμόνας, δυσκίνητος, αδρανής, αδρανή, αδρανούς, αδρανές, αδρανείς