Інкасувати грецькою
Переклад: інкасувати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
χρήματα, συλλέγω, εξαργυρώνω, μετρητά, μετρητών, ροών, σε μετρητά, ταμειακών
Інші мови
Споріднені слова: інкасувати
інкасувати мовний словник грецька, інкасувати грецькою
Переклади
- інжир грецькою - σύκα, σύκο, εικ, Σχ, Σχήμα, Το Σχ
- інкасатор грецькою - αθλητής, δρομέας, συλλέκτης, συλλέκτη, συλλογής, συλλεκτών, συλλεκτικών
- інквізитор грецькою - ανακριτής, ανακριτή, Ιεροεξεταστής, Ιεροεξεταστή, Inquisitor
- інколи грецькою - σποραδικός, περιοδικά, πότε-, μερικές φορές, ενίοτε, ορισμένες φορές, φορές, ...
Випадкові слова
Інкасувати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: χρήματα, συλλέγω, εξαργυρώνω, μετρητά, μετρητών, ροών, σε μετρητά, ταμειακών
Переклади: χρήματα, συλλέγω, εξαργυρώνω, μετρητά, μετρητών, ροών, σε μετρητά, ταμειακών